- πανάδα
- η (чаще πλ. ) пятно, пятнышко (на лице); веснушка; конопушка (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανάδα — (I) και παννάδα, η 1. υποκίτρινη κηλίδα που εμφανίζεται στην επιδερμίδα τού ανθρώπου, αλλ. φακίδα 2. είδος πρόχειρου εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + κατάλ. άδα (πρβλ. ραγ άδα)]. (II) η πρόχειρο έδεσμα που παρασκευάζεται από φέτες ψωμιού οι… … Dictionary of Greek
πανάδα — η 1. φαγητό πρόχειρο με φέτες ψωμιού βρασμένες σε λάδι και νερό, αλλ. παπάρα. 2. λεκές του δέρματος, κηλίδα του προσώπου, αλλ. φακίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παννάδα — η βλ. πανάδα … Dictionary of Greek
πιτσιλάδα — η στίγμα, λεκές της επιδερμίδας, αλλιώς φακίδα, πανάδα: Την άνοιξη γεμίζει το πρόσωπό μου πιτσιλάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)